κερματόομαι
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
A = κερματίζομαι, Procl.in Prm.p.973 S.
Greek (Liddell-Scott)
κερματόομαι: κερματίζομαι, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμ. σ. 973, ἔκδ. Stallb.