κηρύκειος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A of a herald, γράμμα S.Fr. 784; γραφή Anon. ap. Suid. II Κᾱρυκήϝιος, ὁ, Boeot. title of Apollo, Schwyzer 440.10, 11 (Tanagra, Thebes, vi B.C.).
German (Pape)
[Seite 1434] den Herold betreffend, ihm eigen; γράμμα Soph. frg. 897.
Greek (Liddell-Scott)
κηρύκειος: ῡ, ον, ἀνήκων εἰς κήρυγμα, γράμμα Σοφ. Ἀποσπ. 897· γραφὴ Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.