προσταγή
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ἡ, = sq., LXX Da.3.28 (95), Sammelb.3924.15 (i A.D.), Diog.Oen.11, Ps.-Plu.Fluv.6.4, 10.2;
A κατὰ -ταγήν τινος τινος J.AJ1.7.1, al.; προσταγῇ IG42(1).497 (Epid., ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 780] ἡ, = πρόσταγμα, Sp., wie Lycophr. 138 Schol. Thuc. 4, 118.
Greek (Liddell-Scott)
προστᾰγή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 1154C, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 2, σ. 457, 11, κλπ.: πρβλ. Μοῖριν 318.