Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τηκτός

From LSJ
Revision as of 11:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηκτός Medium diacritics: τηκτός Low diacritics: τηκτός Capitals: ΤΗΚΤΟΣ
Transliteration A: tēktós Transliteration B: tēktos Transliteration C: tiktos Beta Code: thkto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A melted, molten, μόλυβδος E.Andr.267.    II capable of being dissolved, soluble, σώματα τ. καὶ ἄτηκτα Pl.Sph.265c, cf. Arist.Metaph.1015a10, Thphr. Lap.4; opp. στερεός, Pl.Criti.114e; opp. τεγκτός (q.v.), Arist.Mete. 385b12; τηκτόν, = φάρμακον τηκόμενον, Hp.VC14.

German (Pape)

[Seite 1105] adj. verb. von τήκω, geschmolzen, schmelzbar, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Plat. Soph. 265 c.

Greek (Liddell-Scott)

τηκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τήκω, τετηκώς, «λυωμένος», μόλυβδος Εὐρ. Ἀνδρ. 267. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ διαλυθῇ, εὐδιάλυτος, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Πλάτ. Σοφιστ. 265C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 6, 15· ἀντίθετον τῷ στερεός, Πλάτ. Κριτί. 114Ε· τῷ τεγκτὸς (ὃ ἴδε), Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 2 κἑξ.· περὶ τοῦ τηκτοῦ, ἢ φαρμάκου τηκομένου, ἐν Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 908, ἴδε Littré.