νεφοδιώκτης
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
Greek (Liddell-Scott)
νεφοδιώκτης: ὁ, ὁ διὰ μαγικῆς τέχνης τὰς νεφέλας διώκων, Ψευδο-Ἰουστῖν. 1277D (πρβλ. Διόδ. 5, 55, Παυσ. 2. 34, 3, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 248Β, κλ.).