νεφοδιώκτης
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
Greek (Liddell-Scott)
νεφοδιώκτης: ὁ, ὁ διὰ μαγικῆς τέχνης τὰς νεφέλας διώκων, Ψευδο-Ἰουστῖν. 1277D (πρβλ. Διόδ. 5, 55, Παυσ. 2. 34, 3, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 248Β, κλ.).
Greek Monolingual
νεφοδιώκτης, ὁ (ΑΜ)
1. αυτός που με μαγική τέχνη διώχνει τα σύννεφα
2. (κατ' επέκτ.) νεφελομάντης, αυτός που ασκεί μαντεία με την παρατήρηση τών νεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + διώκτης (< διώκω)].