γλυπτικός
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
Full diacritics: γλυπτικός | Medium diacritics: γλυπτικός | Low diacritics: γλυπτικός | Capitals: ΓΛΥΠΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: glyptikós | Transliteration B: glyptikos | Transliteration C: glyptikos | Beta Code: gluptiko/s |
ή, όν,
A of engraving, γλυπτικὴ σφραγίδων (sc. τέχνη) Poll.7.209.
γλυπτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς γλύφειν, γλυπτικὴ σφραγίδων Πολυδ. Ζ΄, 209.