λοιμότης
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A pestilent condition, LXX Es.8.13 (16.7).
Greek (Liddell-Scott)
λοιμότης: -ητος, ἡ, λοιμική, φθοροποιὸς κατάστασις, Ἑβδ. (Έσθ. (προσθ.) Ιϛ΄, 5).