ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
[Seite 1040] ὁ, = ὑῤῥίσκος, Alexis bei Ath. III, 76 d, zw.
σύρῐχος: ὁ, ἴδε ὑριχός.