Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
[Seite 915] τό, dim. von σπάθη, s. σπατάλιον.
σπᾰθάλιον: [ᾰ], τό, ἴδε σπατάλιον.