σπατάλιον
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
English (LSJ)
τό, in Lat. form spatalium, = σπατάλη ΙΙ, Juba ap.Plin.HN13.142, CIL2.2060.12, 3386.12 (Spain), 14.2215.8 (Nemi).
German (Pape)
[Seite 918] τό, auch σπαθάλιον geschr., eine Art Armband, Plin. H. N. 13, 25, vgl. σπατάλη; auch eine Art Haarflechte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰτάλιον: τό, φέρεται ὠσαύτως σπαθάλιον, εἶδος ψελλίου, Tertull. Cult. Fem. 13· ὠσαύτως, τρόπος κτενίσματος τῆς κόμης εἰς ἕνα μόνον κόμβον ἢ κόρυμβον, Ἀποστ. Διαταγ. 1. 3. ἴδε Salmas. ad Solin. σ. 537.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ σπατάλη
μσν.
1. τρόπος κουράς τών μαλλιών
2. προκλητικότητα, έλλειψη σεμνότητας
αρχ.
είδος βραχιολιού.