ὑπόρθριος
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
α, ον,
A towards morning, early, φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Anacreont.9.9.
German (Pape)
[Seite 1230] gegen Morgen, morgendlich, bei Anacr. 9, 9 ὑπόρθριαι φωναί, 3 Endgn.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόρθριος: -α, -ον, ὁ πρὸς τὸν ὄρθρον, πρωϊνός, ὑπ. φωναὶ [τῆς χελιδόνος] Ἀνακρεόντ. 9. 9.