ἁρμοζόντως
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
A suitably, χρείᾳ τινῶν D.S.3.15, cf.SIG559.10(iii B. C.), BGU1060.31 (i B. C.); τοῖς παροῦσι J.AJ6.1.2; τῷ πάθει Gal.18(1).773; Att. ἁρμοττόντως Ph.Bel.82.4, Iamb.Comm.Math.17, Sch.Ar. Nu.253.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμοζόντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἁρμόζω, ἁρμοδίως, Διόδ. 3. 15· ὁ τύπος ἁρμοττόντως ἀπαντᾷ ἐν Φίλωνι Βελοπ. 82.