γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
αὐτεθελεί: ἐπίρρ. ἐξ ἰδίας θελήσεως, ἑκοντί, ἐθελοντί, Ἀττ. Ἐπιγραφ. ἐν Βοικχ. Πολ. Οἰκ. Ἀθ.