αὐτεθελεί

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

αὐτεθελεί: ἐπίρρ. ἐξ ἰδίας θελήσεως, ἑκοντί, ἐθελοντί, Ἀττ. Ἐπιγραφ. ἐν Βοικχ. Πολ. Οἰκ. Ἀθ.