σκολοπώδης
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
German (Pape)
[Seite 902] ες, zsgzn statt σκολοποειδής, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σκολοπώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ σκολοποειδής, παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10. 5, πλημμ. γραφ. ἀντὶ κορωνοποδώδης.