ὑπερέκτισις
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
εως, ἡ,
A payment for any one, Hsch., Gloss. (nisi leg. ὑπερέκτεισις).
German (Pape)
[Seite 1194] εως, ἡ, Bezahlung für Einen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερέκτῐσις: -εως, ἡ, «ὑπερέκτισις· ὑπεραπότισις» Ἡσύχ.