σκανοθήκα
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ἁ, Dor. for σκηνοθήκη, IG5(1).879.2, al. (Sparta), 5(2).469.5 (Megalopolis).
Greek (Liddell-Scott)
σκανοθήκα: ἡ, θήκη σκηνῶν, πλίνθοι δαμόσιαι σκανοθήκας Ἐπιγρ. Σπάρτης ἐν Mitt. d. d. arch. Inst. II. σ. 441.