θυρσόλογχος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A thyrsus-lance, Callix. 2. II as Adj., θ. ὅπλα thyrsus-like arms, Str.1.2.8.
German (Pape)
[Seite 1227] ὁ, Thyrsuslanze, eine mit Epheu u. Weinlaub umwundene Lanze, Callixen. bei Ath. V, 200 d. – Adj., ὅπλα θυρσόλογχα θεῶν Strab. I, 19.
Greek (Liddell-Scott)
θυρσόλογχος: ἡ, λόγχη ἐκ θύρσου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 200D. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θ. ὅπλα, ὅμοια πρὸς θύρσον, Στράβ. 19.