νεφρικός
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
ή, όν,
A f.l. for νεφριτικός, Dsc. 1.6.
Greek (Liddell-Scott)
νεφρικός: -ή, -όν, = νεφριτικός, Διοσκ. 1, 5.