δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 442] gescherzt, scherzweis, scherzhaft, Sp.
παικτός: -ή, -όν, πρὸς ὃν δύναταί τις νὰ παίξῃ, ἁρμόδιος πρὸς εὐθυμίαν καὶ παιγνίδια, Ἐκκλ.