ἀποστολικός
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ή, όν,
A sung on departure, μέλη Procl. ap. Phot.p.322B.
German (Pape)
[Seite 327] zur Absendung gehörig; apostolisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστολικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς Ἐκκλ.