ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
[Seite 535] ἡ, Vaters Schwester, Tante von väterlicher Seite.
πατρᾰδέλφη: ἡ, τοῦ πατρὸς ἀδελφή, θεία πρὸς πατρός, Γλωσσ.