ὀρθογνώμων
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A thinking or judging rightly, ψυχή Hp.Ep.17 ; ὀ. ἐπιμονή, transl. of 'Rebekah', Ph.1.549.
German (Pape)
[Seite 374] ον, grade, recht denkend, urtheilend; Hippocr.; λόγοι, Hippodam. bei Stob. fl. 103, 26 M.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθογνώμων: ὁ ἔχων ὀρθὴν γνώμην, ὁ ὀρθῶς σκεπτόμενος ἢ κρίνων, Ἱππ. 1282. 53.