ὀργασμός
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
Full diacritics: ὀργασμός | Medium diacritics: ὀργασμός | Low diacritics: οργασμός | Capitals: ΟΡΓΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: orgasmós | Transliteration B: orgasmos | Transliteration C: orgasmos | Beta Code: o)rgasmo/s |
ὁ, (ὀργάω)
A orgasm, Sch.Hp.Hum.3.
[Seite 369] ὁ, das Kneten, Erweichen, μαλαγμός, Schol. Hippocr.; vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 180.
ὀργασμός: ὁ, (ὀργάζω) τὸ μαλάσσειν, μαλαγμός, Σχόλ. εἰς Ἱπποκρ.