ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
Full diacritics: σόκκος | Medium diacritics: σόκκος | Low diacritics: σόκκος | Capitals: ΣΟΚΚΟΣ |
Transliteration A: sókkos | Transliteration B: sokkos | Transliteration C: sokkos | Beta Code: so/kkos |
ὁ,
A lasso, Olymp.Hist.p.457 D.
σόκκος: ὁ, εἶδος βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «σκάλα»· ― σοκκεύω, -ίζω, κάμνω χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν.