λεόπαρδος
From LSJ
ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
English (LSJ)
ὁ,
A leopard, Gal.5.134, Edict.Diocl.8.39, Theognost. Can.98.
German (Pape)
[Seite 29] ὁ, der Leopard, auch λεοντόπαρδος genannt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λεόπαρδος: ὁ, λεοπάρδαλις, Θεογνώστ. Καν. σ. 98. 12, Ἐκκλ.