νεόρρυτος
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
ον, (ῥέω)
A fresh-flowing, πηγαὶ γάλακτος S.El.894; δάκρυα Νυμφᾶν Tim.Fr.7; κάλλεα κηροῦ AP9.363.15 (Mel.); αἷμα Nonn.D.43.134.
νεό-ρρῡτος, ον, (ἐρύω A)
A newly drawn, ξίφος A.Ag.1351.
Greek (Liddell-Scott)
νεόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ νεωστὶ ῥυείς, ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος, βλέπω ὅτι ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ τύμβου πρὸ μικροῦ ἐρρύησαν ῥύακες γάλακτος, Σοφ. Ἠλ. 894· κάλλεα κηροῦ Ἀνθ. Π. 9. 363, 15.