ὀλοφώιος

From LSJ
Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοφώιος: -ον, Ἐπικ. ἐπίθετ., καταστρεπτικός, ὀλέθριος, θανατηφόρος, Ὅμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ. καὶ κατ’ οὐδ. πληθ., ὀλ. δήνεα, ὀλέθρια τεχνάσματα ἢ ἐπινοήματα, Κ. 289· ὀλοφώια εἰδώς, ἔμπειρος ὀλεθρίων τεχνασμάτων, Δ. 460, κτλ.· πάντα δέ τοι ἐρέω ὀλοφώια τοῖο γέροντος Δ. 410 παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., λύκων ὀλοφώιον ἔθνος (ἔθνος Lenn.) Θεόκρ. 25. 185· ὀλ. ἰὸς Νικ. Θηρ. 327. (Ἐκ τῆς √ΟΛ, ὄλλυμι· ἡ κατάληξις -φώιος δὲν ἔχει ἑρμηνευθῇ).