κυανοβόστρυχος
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
German (Pape)
[Seite 1521] schwarzlockig, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνοβόστρυχος: -ον, ἔχων μέλαιναν κόμην, Ἐκκλ.