δαιμονιόληπτος
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
German (Pape)
[Seite 514] von einem Dämon besessen, Iustin. M.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονιόληπτος: -ον, κατεχόμενος ὑπὸ διαβόλου, Ἐκκλ.· καὶ δαιμονόληπτος, δαιμονοληψία.