ἀμπελόφυτος
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
ον,
A planted with vines, growing vines, D.S.1.36, Str.5.3.1, Ph.2.371.
German (Pape)
[Seite 129] mit Wein bepflanzt, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελόφῠτος: -ον, ὁ κατάφυτος ἐξ ἀμπέλων, ἀμπελοφόρος τόπος, Διον. 1. 36, κτλ.