πολυόρνιθος
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
ον,
A abounding in birds, αἶα E.IT435 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 667] reich an Vögeln, αἶα, Eur. I. T. 435.
Greek (Liddell-Scott)
πολυόρνῑθος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ πτηνά, αἶα Εὐρ. Ι. Τ. 435.