μετεωροπόλος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A busying oneself with high things, Ph. 1.588.
German (Pape)
[Seite 160] sich mit Untersuchung der überirdischen Dinge beschäftigend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροπόλος: -ον, ὁ περὶ ὑψηλὰ πράγματα διατρίβων, Φίλων 1. 588. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετεωροπόλων· τῶν τὰ οὐράνια σκοπούντων».