κήτημα
From LSJ
πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death
English (LSJ)
ατος, τό,
A salted tunny, = ὠμοτάριχος, dub. in Diph.Siph. ap.Ath.3.121b.
German (Pape)
[Seite 1435] τό, eingesalzenes Fleisch großer Meerfische, bes. der Thunfische, = ὠμοτάριχον, Diphil. bei Ath. III, 121 b.
Greek (Liddell-Scott)
κήτημα: τό, τεταριχευμένος θύννος, = ὠμοτάριχος, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 121Β.