δανειστέον
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
A one must lend money, Plu.2.408c.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰνειστέον: ῥημ. ἐπίθ. = πρέπει τις νὰ δανείσῃ (χρήματα), Πλούτ. 2. 408C.