κόπρανα
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
τά,
A excrements, Hp.Epid.1.26.β, Aret.SA2.5.
Greek (Liddell-Scott)
κόπρᾰνα: τά, περιττώματα, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 970, Ἀρεταί. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 5.