ἐκτρόπιον
From LSJ
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
English (LSJ)
τό,
A everted eyelid, a disease in which the lid is turned outward, opp. τριχίασις, Cels.7.7, Antyll. ap. Aët.7.74, Dem.Ophth.ib.73.
German (Pape)
[Seite 783] τό, der Fehler des Augenlides, wenn es sich nach Außen kehrt, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρόπιον: τό, ἡ τοῦ βλεφάρου ἐκτροπή, νόσος καθ’ ἣν τὸ βλέφαρον τρέπεται πρὸς τὰ ἄνω καὶ φαίνεται τὸ ἐσωτερικόν, ὑπόφυσις σαρκὸς ἐν τῷ βλεφάρῳ, ἥτις βαροῦσα ἐκτρέπει τὸ βλέφαρον, ἀντίθ. τῷ τριχίασις, Κέλσ. 7. 7, Παῦλ. Αἰγ. 3. 22.