ἐγκράνιον
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
[ᾱ], τό,
A cerebellum, Gal.UP8.6:—also ἐγ-κρᾱνίς, ίδος, ἡ, ib. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκράνῐον: τό, καὶ ἐγκρανίς, ίδος, ἡ, ἡ παρεγκεφαλίς, Γαλην. τ. 4. σ. 498.