ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Full diacritics: βροτοσκόπος | Medium diacritics: βροτοσκόπος | Low diacritics: βροτοσκόπος | Capitals: ΒΡΟΤΟΣΚΟΠΟΣ |
Transliteration A: brotoskópos | Transliteration B: brotoskopos | Transliteration C: vrotoskopos | Beta Code: brotosko/pos |
ον,
A taking note of man, Ερινύες A.Eu.499 (lyr.).
βροτοσκόπος: -ον, παρατηρῶν τὸν ἄνθρωπον, παρακολουθῶν, ἐπίθ. τῶν Ἐρινύων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 499.
ος, ον :
qui surveille les mortels.
Étymologie: βροτός, σκέπτομαι.