διαγνωστικός
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
English (LSJ)
ή, όν,
A able to distinguish, ἀληθῶν καὶ ψευδῶν λόγων S.E.P.2.229, cf. Luc.Salt.74; δ. καὶ διακριτικός Id.Herm.69, cf. Gal.UP5.10; δ. θεωρία Id.1.271; δ. σημεῖα, opp. προγνωστικά, ib. 313. II belonging to a διάγνωσις 11, ὑπομνήματα PLips.34.15 (iv A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
διαγνωστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διακρίνῃ, Λουκ. Ὀρχ. 74, κτλ.· ἡ διαγνωστική, ἡ τέχνη τοῦ διακρίνειν, διαγιγνώσκειν (ἀσθενείας), ὄνομα διδόμενον ὑπὸ μεταγενεστέρων συγγραφέων εἰς τὸ ἔργον τοῦ Γαληνοῦ περὶ πεπονθότων τόπων.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable de discerner, de reconnaître.
Étymologie: διαγιγνώσκω.