ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same
[Seite 226] ep. gedehnte Form für μῶμαι, μάομαι.
μώομαι: Ἐπ. ἐκτεταμένος τύπος τοῦ μάομαι.
seul. impér. prés. 2ᵉ sg. μώεο;c. μῶμαι.