κατακρύπτω
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
English (LSJ)
Ep. aor. part.
A κακκρύψας Nic.Fr.78.5: aor. 2 κατέκρῠβον Plu.Crass.23:—Pass., aor. 2 κατεκρύβην [ῠ] Id.2.310e, Alciphr.3.47:—hide, conceal, μή τι κατακρύψειν Il.22.120; τοὺς δ' ἄρ' Ἀθήνη νυκτὶ κατακρύψασα . . ἐξῆγε Od.23.372; κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ 9.329; ὑπὸ κόλπῳ 15.469; σπέρμα -κρύπτων Hes.Op.471; ὑπὸ τὴν θύρην Hdt.1.12; ἐς κυψέλην Id.5.92.δ; εἰς τὴν γῆν X.Cyr.3.3.3; ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κ. Pi.N.1.31; ἐν ἀδήλῳ put away (euphem.) Pl.R. 460c: metaph., κόνις οὐ κ. Χάριν Pi.O.8.79; ἄστυ . . πένθει δνοφερῷ κ. A.Pers.536 (anap.). II abs., use concealment, conceal oneself or one's true nature, οὔ τι κατακρύπτουσιν, of the gods, Od.7.205; ἄλλῳ δ' αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκε 4.247.