καταξενόω
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
German (Pape)
[Seite 1367] gastlich aufnehmen, im pass., Aesch. Ch. 695.
Greek (Liddell-Scott)
καταξενόω: ὑποδέχομαι τὸν ξένον, φιλοξένως, καὶ καταξενόομαι, γίνομαι δεκτὸς ὡς ξένος, φιλοξενοῦμαι, κατεξενωμένος Αἰσχύλ. Χο. 706.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. pf. Pass. κατεξενωμένος;
recevoir comme un hôte.
Étymologie: κατά, ξενόω.