βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
seul. aux formes suiv. : impf. 3ᵉ sg. κραίαινεν ; ao. ἐκρήηνα (impér. κρήηνον, 2ᵉ pl. κρηήνατε, inf. κρηῆναι) ; pf. 3ᵉ pl. κεκράανται ; pqp. 3ᵉ pl. κεκράαντο;épq. c. κραίνω.