Λευΐτης
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek (Liddell-Scott)
Λευΐτης: -ου, ὁ, τάξις ἱερατικὴ παρ’ Ἰουδαίοις ἐκ τῶν ἀπογόνων τοῦ Λευῒ υἱοῦ τοῦ Ἰακώβ, ἐν στενωτέρᾳ δὲ σημασίᾳ Λευῖται ὠνομάζοντο οἱ βοηθοὶ ἱερέων, ὡς μὴ ὄντες ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἀαρών, ὑπηρέτουν δὲ τοὺς ἱερεῖς εἰς τὰς κατωτέρας τοῦ ναοῦ ἐργασίας, κτλ., ἴδε Κοντογόν. Ἐγχειρίδ. Ἑβρ. Ἀρχαιολ. σ. 8, 119, 310, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 32, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
lévite.
Étymologie: mot hébreu.