λιτόβιος
From LSJ
Full diacritics: λῑτόβῐος | Medium diacritics: λιτόβιος | Low diacritics: λιτόβιος | Capitals: ΛΙΤΟΒΙΟΣ |
Transliteration A: litóbios | Transliteration B: litobios | Transliteration C: litovios | Beta Code: lito/bios |
ον, (λιτός)
A living plainly or sparingly, Str.15.1.34.
λῑτόβιος: -ον, (λῑτὸς) ζῶν ἁπλῶς, ἀπερίττως ἢ μετὰ φειδοῦς, Στράβ. 701.