μεγαλουργής
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
German (Pape)
[Seite 107] ές (s. μεγαλοεργής), Großes verrichtend, τὸ μ., = Folgdm, Luc. Alex. 4, wo Jacobitz μεγαλουργός lies't.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait de grandes choses.
Étymologie: μέγας, ἔργον.