συμπαρανήχομαι
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
German (Pape)
[Seite 984] dep. med., mit od. zugleich nebenher schwimmen, Luc. Tox. 20.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρανήχομαι: νήχομαι πλησίον ὁμοῦ, Λουκ. Τόξ. 20.
French (Bailly abrégé)
nager ensemble près du rivage.
Étymologie: σύν, παρανήχομαι.