ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
nyctēgrĕtos: i, f., or -on, i, n., = νυκτήγρετον>,I a plant that shines by night, Plin. 21, 11, 36, § 62.